Την Τετάρτη 30.10.2019, πραγματοποιήθηκε η 2η συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Τεγέας για την περίοδο 2019-2020. Τίτλος του βιβλίου το οποίο συζητήθηκε ήταν «Πατσίνκο» της Min Jin Lee, βιβλίο του οποίου το περιεχόμενο ευαισθητοποίησε και ικανοποίησε το σύνολο των αναγνωστών μας.

Πατσίνκο – Λίγα λόγια για το βιβλίο

Οι ζωές των ανθρώπων που διατρέχουν τις επάλληλες ιστορίες του μυθιστορήματος της Νοτιοκορεάτισσας Λι κινούνται στους αντίποδες της ανοησίας. Ακολουθώντας τον πλέον σημαίνοντα κανόνα του παιχνιδιού, την τύχη, η οποία παίζει καθοριστικό παράγοντα στο πώς θα ζήσουν, αν θα ευτυχήσουν ή αν θα χρειαστεί να θυσιάσουν κάτι σημαντικό για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Κινούμενοι μεταξύ της ντροπής και της ενοχής (εν συνόλω από το καθορισμένο βάρος της ετερότητας), οι ήρωες της Λι αναζητούν την αποδοχή, ελπίζουν πως η διαφορετικότητά τους δεν θα τους καταδικάσει. Φευ, αυτό ακριβώς κάνει. Όλοι τους είναι μετανάστες, άνθρωποι «δεύτερης διαλογής», ο πάτος του μπουκαλιού, το τίποτα μέσα σε ένα μεγάλο κάτι, το ξένο σώμα, οι αποσυνάγωγοι. Το μυθιστόρημα είναι ένας σκληρός ύμνος για τη ζωή που δεν έζησαν οι Κορεάτες μετανάστες στην Ιαπωνία. Για το αβίωτο της βιωτής τους, τα χαμένα τους όνειρα, τις προσδοκίες τους που διαψεύστηκαν, τη ζωτική τους ανάγκη να ανήκουν κάπου, να γίνουν αποδεκτοί. Το μυθιστόρημα εκτείνεται σε διάρκεια ενός αιώνα, μέσα από τον οποίο η επικυριαρχία της Ιαπωνίας στην Κορέα είναι καθοριστική. Ο χωρισμός της χώρας σε Βόρεια και Νότια Κορέα γίνεται δραματικός. Ως εκ τούτου το μεταναστευτικό κύμα που όργωσε την Ιαπωνία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη. Τούτοι οι παρίες δεν κατάφεραν να ενταχθούν ποτέ στην υπεροπτική ιαπωνική κοινωνία. Οι ήρωες συντρίβονται στο σύνολό τους. Ουδείς μένει ανέπαφος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας που ξέρει μόνο να καταπίνει ανθρώπινες υπάρξεις. Η οικογένεια που έφτιαξε η Σάντζα και ο πρόωρα χαμένος άντρας της, αλλά και όλοι οι επίγονοι, άγονται και φέρονται από τα μεγάλα γεγονότα και τις αλλαγές που φέρνουν οι πόλεμοι και οι κοινωνικές αναταράξεις. Είναι έρμαια αυτών των εξελίξεων, υποχείρια ενός μεγάλου αόρατου μηχανισμού, τον οποίο γνωρίζουν αλλά δεν έχουν καμία δύναμη να υπερνικήσουν. Ούτε ένας δεν καταφέρνει να βρει τη δίοδο της άνευ όρων αποδοχής από την ιαπωνική κοινωνία. Μα, έτσι ακριβώς δεν συμβαίνει με όλους τους μετανάστες (όπου γης και πατρίς); Το μυθιστόρημα έχει από την αρχή έως το τέλος έναν ήρεμο τόνο. Ακόμη και στα πιο μεγάλα δράματα (μια αυτοκτονία, ένας θάνατος, μια ψυχολογική συντριβή) η συγγραφέας αποφασίζει να ακολουθήσει την οδό της αποδραματοποίησης. Αυτή η επιφανειακά επίπεδη αφήγηση, ωστόσο, στην πρόοδο του μυθιστορήματος γίνεται αναγκαία και ουσιαστική έτσι ώστε να χτιστεί όλο το οικοδόμημα του δράματος. Κατά μία έννοια, η αφήγηση άλλο δεν κάνει από το να αποτυπώνει αυτές τις χαμοζωές έτσι όπως ακριβώς είναι: υπόγειες, υποφωτισμένες και τρομώδεις. Στην άκρη του κοινωνικού πυρήνα, με το μόνιμο άγχος μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, μη γίνουν το κλοτσοσκούφι των σκληρών Ιαπώνων. Αν κι αυτοί, με τη σειρά τους, κάτι άλλο επιθυμούν να γίνουν. Να αποκτήσουν ένα επίχρισμα από τη Δύση, να πάψουν να μοιάζουν τόσο Ασιάτες. Άπαντες ζητούν να ενδυθούν μια άλλη ταυτότητα, να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που η μοίρα τούς έταξε. Ματαίως το προσπαθούν. Η ζωή είναι ανθεκτικότερη της ελπίδας. Η επιβίωση καθίσταται, εντέλει, η μόνη δυνατή εκδοχή. Με κάθε τρόπο και με το όποιο τίμημα.