Συνάντηση της 19/09/2018
Την Τετάρτη, 19.09 πραγματοποιήθηκε η 1η συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης για την περίοδο 2018-19. Το βιβλίο που «άνοιξε» τον κύκλο των συναντήσεων φέρει τον τίτλο «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου.
Χρησιμοποιώντας την αρβανίτικη διάλεκτο, στην οποία «γκιακ» σημαίνει αίμα, αδελφικό αίμα, εκδίκηση, βεντέτα, φυλή, ο νεότατος ταλαντούχος συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος δημιουργεί διηγήματα που προκαλούν με τη σκληρότητα, την αγριάδα αλλά και τη θηριωδία ιδίως του πολέμου. Πράγματι, οι ήρωες είναι σχεδόν στο σύνολό τους μαχητές στη Μικρασία τα οδυνηρά εκείνα χρόνια της καταστροφής και προβαίνουν σε πράξεις ανατριχιαστικές, όπως: ο ένας βασανίζει και εκτελεί με τρόπο απάνθρωπο τον βιαστή και φονιά της αδερφής του, ο άλλος επιστρέφοντας βρίσκει τον πατέρα του στο κρεβάτι, ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό για περίθαλψη ενός αντάρτη και παίρνει την εκδίκησή του, ο έτερος γυρίζει από τον πόλεμο ομοφυλόφιλος, όπως στη μυθολογία και την ομηρική παρακαταθήκη, ο επόμενος αρραβωνιάζεται στη Σμύρνη, πατά τον όρκο του, επιστρέφει, παντρεύεται, και με την επαναπροώθηση των προσφύγων στην Ελλάδα συναντά τη γυναίκα που αγάπησε, ο άλλος εκτελεί τον ιμάμη, και κάποιος γίνεται Νόκερ στην Αμερική αφού πολέμησε στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων και στη Μικρασία, όπου σκότωσε πολλούς, και τώρα δίνει τη χαριστική βολή στα ζώα, λίγο πριν σφαγιαστούν. Όλα αυτά με γνήσια, πηγαία και ξεκάθαρη αφηγηματική προοπτική, έτσι που και να μην το θέλει κάποιος, η ατμόσφαιρα, που ως πέπλο καλύπτει τα δρώμενα, να γίνεται γροθιά στο στομάχι, ενώ η άποψη της ιστορικού και βουλευτή να φαντάζει σχεδόν αστεία για τον θόρυβο που ξεσήκωσε, μπρος στα τερατουργήματα που ο στρατός έκανε στον συγκεκριμένο πόλεμο, για τα οποία κανείς δεν αναφέρεται, εκτός ίσως του νεότατου Παπαμάρκου, που βρίσκει το θάρρος και μιλά έξω απ’ τα δόντια. Έτσι που να βγαίνει το πρώτο συμπέρασμα, το οποίο λέει πως στη μάχη δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλοι είναι ίδιοι, όλοι σφάζουν, σκοτώνουν, βιάζουν, καταστρέφουν, πυρπολούν, για να πάψει επιτέλους η κωμωδία περί του ευγενούς ελληνικού στρατού, όπως οι πατριώτες επιθυμούν να μας κάνουν να πιστέψουμε.
Η αφήγηση του Παπαμάρκου είναι αληθινά εκπληκτική. Κατασκευάζοντας λογοτεχνικά επεισόδια, έστω και σε υπερβατικό βαθμό καταφέρνει να κερδίσει την αποδοχή του αναγνώστη, ακόμη και σε σημεία όπου, όντως βάναυσα, περιγράφει ανομολόγητες πράξεις, που άλλοι συγγραφείς δεν τολμούν να διασκευάσουν. Η γλώσσα είναι τραχιά, αγροτική, συμπαρασύρει στο διάβα της κάθε αντίσταση, υπερβαίνει σε εκφορά τα πεπραγμένα, ξεπερνά όρια και συμβάσεις, γενικώς τροφοδοτεί μια δραματική ατμόσφαιρα που συμπαρασύρει χωρίς ενδοιασμούς, ως άκρως υπερβατική. Οι ήρωες είναι άνθρωποι τραχείς, έχουν βιώσει το βάρος της ζωής στους ώμους τους, δεν έχουν πρόβλημα να αφαιρέσουν ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος, να βιάσουν μέχρι θανάτου, να πλιατσικολογήσουν, επειδή στέλνονται εκεί για να πολεμήσουν, αδυνατούν να καταλάβουν τους λόγους, πως πρέπει να αφήσουν τα κόκαλά τους αν δεν προλάβουν να πυροβολήσουν πρώτοι. Ο Παπαμάρκος ανατρέπει όλα όσα γνωρίζουμε ως επίσημη Ιστορία, όλα όσα μας σέρβιραν χρόνια τώρα τα δικτατορικά καθεστώτα και όποιοι κατά συνθήκη δημοκράτες, όλα όσα έγραψαν στα βιβλία με τα οποία μεγαλώσαμε, όλα όσα ως ιερά και όσια διαφυλάξαμε μέσα μας και τα οποία αποτελούν ένα χοντροκομμένο, ολοκληρωμένο, συνολικό απίστευτα τεράστιο ψέμα.
Άλλη μια τεχνική εκφοράς την οποία ο Παπαμάρκος χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα είναι η εξής: πραγματώνεται η αφήγηση και στο τέλος αντιλαμβανόμαστε πως αυτός που περιγράφει, ο ήρωας δηλαδή, μεταφέρει ό,τι έζησε σε κάποιον άλλο, στον μέλλοντα πεθερό του, σε έναν συγχωριανό, στη μητέρα του, σε μια γυναίκα του δρόμου, τέλος, σε κάποιον που υπομονετικά τον ακούει. Αυτή η πρακτική είναι ακόμη μια μικρή ανατροπή κι εμείς αισθανόμαστε αλλιώτικα, καθώς το μυστήριο λύνεται, και παράλληλα μπορούμε να μπούμε στον χώρο των διαδραματιζόμενων και να γίνουμε ένα με αυτόν που σιωπηλώς δέχεται τον καταιγισμό των γεγονότων, που ο άλλος μεταφέρει με τρόπο όχι μόνο λογοτεχνικό, αλλά συνάμα βαθιά ρεαλιστικό. Ιδίως στο διήγημα «Νόκερ», ο ρεαλισμός, κάτι παραπάνω από εκείνο που ένας αναγνώστης μπορεί να δεχθεί, αν δεν είναι υποψιασμένος, είναι απαράβατα οδυνηρός, είναι έμπρακτα τραγικός, είναι αληθινά βιωματικός.