Συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης 14.10.2020

Την Τετάρτη, 14.10.2020 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης Τεγέας με αντικείμενο συζήτησης το βιβλίο με τίτλο
«Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» του Σωτήρη Δημητρίου.
Οι συναντήσεις της Λέσχης Ανάγνωσης λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα θεάτρου του Πολιτιστικού Κέντρου, τηρώντας όλα τα απαραίτητα πρωτόκολλα υγιεινής.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Λίγο πριν από τον Εμφύλιο. Η φτώχεια, η ανέχεια όλης της Ελλάδας και οι έριδες αντανακλώνται σε αυτή τη μικρή κουκκίδα της Ηπείρου, εκεί ακριβώς που ξεκινά η Ελλάδα. Στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Την Πόβλα.
Ούτε χαμόγελο δεν ακουγόταν από τα παιδιά πια. Πείνα, θλίψη και δυστυχία στο χωριό. Ακόμη κι η ρίγανη είχε καεί στα βουνά, από το χιόνι. Μέσα σε αυτή τη δυστυχία, μια ομάδα οκτώ γυναικών με αρχηγό την Βαγγέλη Στόλαινα ξεκινούν από την Πόβλα του Αλύκου με προορισμό τα χωριά του Βούρκου, στους πρόποδες του βουνού απέναντι. Στη Μουργκάνα. Έχουν φορτωθεί χαλκώματα και πλουμιστά σαΐσματα, με σκοπό να τα δώσουν σε αντάλλαγμα για λίγο λάδι, αλεύρι, καμιά χούφτα σπόρους από καλαμπόκι και στάρι και να τα φέρουν πίσω στα σπίτια τους. Να τραφούν παιδιά, γέροντες και οι ίδιες. Δεν θα έπαιρναν τίποτα χωρίς να δώσουν κάτι από την πραμάτεια τους, από φόβο μην τις πουν διακονιάρισσες…
Έτσι ξεκινά ο Σωτήρης Δημητρίου το οδοιπορικό αυτών των γυναικών, για να διασχίσει μέσα από τις τρεις γενιές των ηρώων του την ελληνική Ιστορία. Από το 1943, Εμφύλιος, κομμουνιστική Χούντα της Αλβανίας, μετεμφυλιακή Ελλάδα, Χούντα στην Ελλάδα και, από το 1975, μεταπολίτευση.
Με μια επιφανειακή ματιά, πρωταγωνίστριες είναι η αφηγήτρια, η δεκαπεντάχρονη μικρή αδελφή της Σοφίας και η Βαγγέλη Στόλαινα, η αρχηγός τους. Όμως, δεν είναι έτσι. Πρωταγωνίστρια είναι η γλώσσα, η οποία μάχεται να εκφραστεί δείχνοντας τις ρίζες της στον χρόνο, με όλες τις τοπικές επιρροές. Αποτυπώνεται μέσα από την εξέλιξη ιστορικών γεγονότων και μη, καταγράφοντας αγώνες, αγωνίες, ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες, συνήθειες, φόβους, θανάτους, τη λάμψη της φύσης, αλλά και τα ενδόμυχα των ηρωίδων. Ταυτόχρονα, η γλώσσα μάχεται να νικήσει και τον συγγραφέα, προσπαθώντας να του ξεφύγει και να τον αφήσει πίσω στις σελίδες, μόνον! Ο συγγραφέας έχει τον δικό του αγώνα. Θέλει να την υποτάξει για να αφηγηθεί μια απάνθρωπη γεμάτη ανθρωπιά ζωή, γοητεύοντας τον αναγνώστη και κόβοντάς του την ανάσα, στην προσπάθεια που καταβάλλει και αυτός –ο αναγνώστης– να είναι μαζί τους. Ν’ ακούει τους ήχους της γλώσσας και να κατανοεί τα γραφόμενα του συγγραφέα. Μένει πολλάκις άφωνος μπρος στο κείμενο, νιώθοντας τον ίδιο θαυμασμό που αισθάνεται και ο θεατής της χορεύτριας, η οποία μέσα από τον βηματισμό, τον συντονισμό με τη μουσική και την αρτιότητα των κινήσεών της αγωνίζεται να νικήσει σε ταχύτητα τους ήχους της τάμπλα του οργανοπαίκτη, ταμπάλ.
Το ίδιο πάθος αναδύεται και από τις σελίδες του βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου, με τη γλώσσα άγριο θεριό στα χέρια του. Κυριαρχεί σ’ αυτή την ιδιότυπη γλώσσα, η οποία συντίθενται μ’ έναν μοναδικό τρόπο, με μια γραμματική ανάμεικτη και ασύνδετη, με κομμένες σαν αναπνοές λέξεις, με άρθρα κολλημένα στα ρήματα, και χωρίς να παρεμβαίνει να τις «ομορφύνει» τις αφήνει ελεύθερες να ακουστούν, με αποτέλεσμα οι λέξεις να συνεννοούνται μεταξύ τους και να παράγουν ήχους με ξεχωριστή μουσικότητα, θυμίζοντας τη μουσικότητα των κειμένων του Γιάννη Σκαρίμπα. Και με αυτά τα γραπτά ακούσματα γίνεται –στον αναγνώστη– ένας αόρατος συνοδοιπόρος αυτών των γυναικών. Πηγαίος και συγκινητικός, εκφράζει την πείνα, το κρύο, τους φόβους, την αντρειοσύνη, την αλληλεγγύη και τη μεγαλοπρέπεια της υπερηφάνειας τους.