Την Τετάρτη, 10.03.2021, πραγματοποιήθηκε η τρίτη τηλεσυνάντηση των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης του Ιδρύματος, για το έτος 2021. Συζητήθηκε το βιβλίο με τίτλο «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» της Ρέας Γαλανάκη. Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης κατέταξαν το βιβλίο ως το πλέον αγαπημένο τους από τα μέχρι τώρα αναγνώσματα, παρότι αρχικά δυσκόλεψε τους περισσότερους στη συνέχεια τους κέρδισε και το αγάπησαν.

Λίγα λόγια για το έργο:

«Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά», με υπότιτλο αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας, Spina nel cuore (di Venezia), της Ρέας Γαλανάκη, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1989, από τις εκδόσεις Άγρα. Σ’ αυτά τα σχεδόν είκοσι χρόνια της ζωής του καταξιώθηκε ως ένα από τα μεγάλα έργα της ελληνικής πεζογραφίας. Επανεκδίδεται το 2008 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το έργο έγινε δεκτό από την κριτική με κολακευτικά λόγια, αγαπήθηκε από το κοινό και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1994 μάλιστα έγινε το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που η UNESCO συμπεριέλαβε στη συλλογή αντιπροσωπευτικών έργων της.

Ο «βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» ασχολείται με το θέμα του νόστου, των δύο πατρίδων, της διπλής ταυτότητας. Το μυθιστόρημα είναι βασισμένο στη ζωή του Ισμαήλ Φερίκ πασά και του αδελφού του, Αντώνιου Καμπάνη-Παπαδάκη, υπαρκτών προσώπων του 19ου αιώνα. Στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια επίθεση Τουρκοαιγυπτίων στο οροπέδιο του Λασιθίου, ύστερα από τη σφαγή του πατέρα και την καταδίωξη της μητέρας τους, αιχμαλωτίζονται δύο αδέλφια, ο Αντώνης και ο Εμμανουήλ. Ο Αντώνης οδηγείται στην Κων/πολη, αλλά καταφέρνει να διαφύγει στην Οδησσό, όπου υιοθετείται από πλούσια οικογένεια, μορφώνεται, προκόβει, γυρίζει και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Ο μικρότερος αδελφός, ο Εμμανουήλ, οδηγείται στην Αίγυπτο, όπου αναγκάζεται να αλλάξει θρησκεία και όνομα (Ισμαήλ Σελίμ) και να παρακολουθήσει μαθήματα στη Στρατιωτική σχολή του Καΐρου. Ανεβαίνει στη στρατιωτική ιεραρχία (γίνεται Φερίκ), κερδίζει τη φιλία του Ιμπραήμ και παίρνει το αξίωμα του πασά. Μισόν αιώνα μετά την αιχμαλωσία του, ο Ισμαήλ Φερίκ είναι πια Υπουργός πολέμου της Αιγύπτου και, κατά τραγική ειρωνεία, αποστέλλεται στην Κρήτη, για να βοηθήσει τους Τούρκους στην καταστολή της Επανάστασης (1866-1868), την οποία χρηματοδοτεί ο Αντώνης. Το Λασίθι παραδίδεται από τους Τούρκους στις φλόγες και ο Ισμαήλ Φερίκ σκοτώνεται ή δολοφονείται ή αυτοκτονεί. Το απόσπασμα αναφέρεται στον πρώτο καιρό της εκπαίδευσής του στη Στρατιωτική σχολή του Καΐρου.

Ο Ισμαήλ Φερίκ χαιρόταν να τους ρωτά για τα φυτά και για τα ζώα, γιατί ανακάλυψε ότι πολλά συνέπιπταν με όσα γνώριζε, όχι μονάχα κατά τη μορφή, μα και τον ήχο, την αφή, τη γεύση και τη μυρωδιά. Έμαθε πως, αν ένα τοπίο είναι κυρίως όραση και ακοή, η φύση είναι όλες μαζί οι πέντε αισθήσεις. Η υπόμνηση γνώριμων πραγμάτων τού χάρισε την πρώτη νικητήρια αναφορά στην ελληνική του ζωή. Η σύμπτωση τους έμοιαζε να τον οδηγεί σε μυστικό αρραβώνα με τους συμμαθητές, που του μιλούσαν για τα αιγοπρόβατα, τη γάτα, το σκύλο, το σκορπιό, το περιστέρι, τη συκομουριά, το στάρι, το λινάρι, το μπαμπάκι, την πικροδάφνη, το τριαντάφυλλο, τα όσπρια και τα λαχανικά. Ένιωθε ωστόσο πως, για να τελειώσει την συγγένεια, όφειλε ν’ αγαπήσει τη φοινικιά και την καμήλα, που είχε δει από μακριά κατεβαίνοντας τον Νείλο. Όφειλε να μάθει τις ιστορίες που ιεραρχούσαν διαφορετικά τις ψυχές στο βασίλειο των φυτών και των ζώων, κατά το σύντομο ύπνο τους ως τη μετεμψύχωση. Όφειλε τέλος ν’ αγαπήσει τους συμμαθητές. Το σκούρο δέρμα τους ως το καφέ, τα υγρά βαθύχρωμα μάτια, το πιάσιμο των χεριών στον περίπατο, τις λυρικές προσφωνήσεις, τον όρκο στον Μωχάμετ Άλη. Τον εθνικισμό τους που, χωρίς να είναι αδικαιολόγητος, μετέτρεπε καμία φορά την αρετή σε κακία. Άκακοι πάντως οι ίδιοι, μάθαιναν την αλαζονεία και την τεχνική της ευρωπαϊκής στρατιωτικής εκπαίδευσης, τεντώνοντας το μυαλό τους ως τα άκρα της ατομικής φιλοδοξίας.

Ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε πως οι συμμαθητές του δεν τον ρωτούσαν ποτέ για τον τόπο που είχε στο μυαλό του, κι όταν αυτός άρχιζε να μιλά, εκείνοι έφευγαν αμίλητοι σαν μόλις να είχε τελειώσει η κουβέντα. Γνώριζαν πως ήταν Έλληνας αιχμάλωτος, απέναντί του όμως έδειχναν να ξέρουν πως ήταν ένα αγόρι με χαμένη μνήμη· ήθελαν να του την ξαναχαρίσουν μέσα από τις δικές τους αιγυπτιακές αναμνήσεις. Σκέφτηκε πως η απαγόρευση της πατρίδας του στη σχολή σήμαινε πιο πολύ την απαγόρευση όσων εικόνων κι αισθημάτων τη ζωογονούσαν. Οι καινούργιες γλώσσες που μάθαινε, αραβικά, τούρκικα, και γαλλικά, όφειλαν ν’ αντικαταστήσουν τον παλιό του κόσμο μ’ έναν πλήρη και φανταστικό, που θα εκτόπιζε τον παλιό, ώσπου να γίνει αυτός μόνο ο χειροπιαστός κόσμος του ώριμου άντρα. Αν και διαισθανόταν πως, καμιά φορά, ο αεικίνητος ίσκιος του ανύπαρκτου συνοδεύει το ώριμο σώμα παίζοντας γύρω του, όπως ο σκύλος με τον αφέντη του.